φρίκη

φρίκη
η, ΝΜΑ
δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα, φρίκαλεότητα («ήταν φρίκη να τό βλέπεις»)
2. (ως επιφ.) φρίκη!
τρομερό πράγμα
αρχ.
1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας («τὴν θάλατταν φρίκη κατέχει», Αλκίφρ.)
2. ρίγος, ανατρίχιασμα
3. δριμύ ψύχος, παγωνιά
4. θρησκευτικό δέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρρλ. τ. τής λ. φρίξ, φρικός, κατά τα πρωτόκλιτα (για ετυμολ. βλ. λ. φρίξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρίκη — η 1. ρίγος, ανατρίχιασμα, αίσθημα φόβου ή αποτροπιασμού το οποίο νιώθει αυτός που βλέπει ή ακούει κάτι τρομακτικό ή απάνθρωπο: Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ (Δ. Σολωμός). 2. πράξη που προκαλεί τη φρίκη, πράγμα φριχτό, αποτρόπαιο:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρίκη — φρί̱κη , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (attic epic ionic) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίκῃ — φρί̱κῃ , φρίκη shuddering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῖκαι — φρίκη shuddering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθόκερως — ο, η (Α ὀρθόκερως, ωτος) αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῡς», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» φρίκη λόγω τής οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φρίκα — φρί̱κᾱ , φρίκη shuddering fem nom/voc/acc dual φρί̱κᾱ , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (doric aeolic) φρί̱κᾱ , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίκας — φρί̱κᾱς , φρίκη shuddering fem acc pl φρί̱κᾱς , φρίκη shuddering fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гроза — укр. гроза, ст. слав. гроза φρίκη (Клоц.), болг. гроза, сербохорв. гро̀за трепет, ужас , словен. groza, чеш. hrůza, слвц. hrôza, польск. groza, в. луж. hroza. Сюда же грозить, грожу, ст. слав. грозити и т. д. Родственно лит. gražoju, gražoti… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • трепет — род. п. а, укр. трепет – то же, трепета осина, Рорulus tremula L. , ст. слав. трепетъ τρόμος, φρίκη (Клоц., Супр.), болг. трепет, сербохорв. тре̏пе̑т, словен. trepèt, род. п. ẹta, польск. trzpiot, в. луж. třepjet, třероt. Отсюда трепетать,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Africa — For other uses, see Africa (disambiguation). Africa Africa Area …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”